άσμα

άσμα
το, -ατος
1. τραγούδι.
2. υποδιαίρεση μεγάλου επικού ποιήματος: Η «Κόλαση» του Ντάντε αποτελείται από πολλά άσματα.
3. κελάδημα· «κύκνειο άσμα», το τελευταίο (όπως πιστεύεται) τραγούδι του κύκνου που πεθαίνει, και μτφ. το τελευταίο, λίγο πριν από το θάνατό του, έργο ποιητή, συγγραφέα ή μουσουργού: Ο «Φωτεινός» ήταν το κύκνειο άσμα του Βαλαωρίτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄσμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσμα — το (AM ᾆσμα, Α και ἄεισμα) το τραγούδι, κυρίως λυρική ωδή ή ύμνος νεοελλ. 1. το κείμενο του άσματος με τη μελωδία του 2. ο ψαλμός 3. εκκλ. ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «άσμα ασμάτων» 4. «κύκνειον άσμα» το τελευταίο πριν από τον θάνατό του… …   Dictionary of Greek

  • ᾆσμα — ἄεισμα neut nom/voc/acc sg ᾆσμα song neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άσμα Ασμάτων — Ποιητικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Ο τίτλος σημαίνει το καλύτερο από όλα τα άσματα. Για τον συγγραφέα και τον χρόνο συγγραφής του βιβλίου υπάρχει αντιγνωμία. Η αρχαία ιουδαϊκή και χριστιανική παράδοση θέλουν συγγραφέα τον Σολομώντα (10ος αι. π …   Dictionary of Greek

  • Άσμα Πολεμιστήριον των εν Αιγύπτω περί ελευθερίας μαχομένων Γραικών — Πατριωτικό θούριο του Αδαμάντιου Κοραή, που εκδόθηκε ανώνυμα «εν τη κατ’ Αίγυπτον ελληνική τυπογραφίαΑΩ». Το Ά. εκδόθηκε στην πραγματικότητα στο Παρίσι το 1800 και αποτελείται από 9 στροφές, η καθεμία από 16 οκτασύλλαβους στίχους. Το ελληνικό… …   Dictionary of Greek

  • Άσμα της Αντιόχειας — (Chanson d’ Antioche). Γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα 9.000 αλεξανδρινών στίχων με θέμα την A’ Σταυροφορία και την κατάληψη της Αντιόχειας (1098). Ποιητής του είναι o Γκρεντόρ ντε Νουαΐ, φαίνεται όμως ότι είναι διασκευή από παλαιότερο ποίημα του… …   Dictionary of Greek

  • Άσμα του Ρολάνδου — Γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα. Βλ. λ. έπος …   Dictionary of Greek

  • Κύκνειον ἆσμα. — См. Лебединая песня …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ξίπ(π)ασμα — το (εσφ. γρφ.) βλ. ξύπασμα …   Dictionary of Greek

  • λύσσ(ι)ασμα — το, ατος 1. το να προσβληθεί κανείς από λύσσα: Του έκαναν ένεση για λύσσιασμα. 2. σφοδρή επιθυμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”